- ατραγώδητος
- ἀτραγῴδητος, -ον (Α)αυτός που δεν θυμίζει το ύφος της τραγωδίας, απλός, πεζός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτραγῴδητον — ἀτραγῴδητος not treated tragically masc/fem acc sg ἀτραγῴδητος not treated tragically neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτραγῴδητα — ἀτραγῴδητος not treated tragically neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)